- πλαστότητα
- ηη ιδιότητα του πλαστού, του ψεύτικου: Η αναγνώριση της πλαστότητας των χαρτονομισμάτων είναι έργο ειδικών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πλαστότητα — η, Ν η ιδιότητα τού πλαστού, νοθεία, κιβδηλεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός. Η λ., στον λόγιο τ. πλαστότης, μαρτυρείται από το 1838 στον Γ. Α. Ράλλη] … Dictionary of Greek
κιβδηλεία — Η ελάττωση της εσωτερικής αξίας μεταλλικού νομίσματος με οποιονδήποτε μηχανικό ή χημικό τρόπο (περικοπή, διάτρηση, ρίνισμα κλπ.). Χαρακτηριστικό της κ. είναι ότι επιφέρει μείωση της αξίας της ύλης που περιέχεται στο νόμισμα, χωρίς όμως να θίγει… … Dictionary of Greek
νοθεία — Αλλοίωση της φυσικής ή της προκαθορισμένης σύστασης μιας ουσίας που πραγματοποιείται με την προσθήκη ξένων ουσιών ή με την αφαίρεση ουσιαστικών στοιχείων. Επιδίωξη της ν. είναι να διορθωθούν με τεχνητό τρόπο τα χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα, η… … Dictionary of Greek
υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… … Dictionary of Greek
Μινωίδης, Μηνάς — (Βέροια 1790 – Παρίσι 1860). Φιλόλογος. Δίδαξε στη Βέροια και στις Σέρρες. Όταν ξέσπασε η επανάσταση εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Εκεί εργάστηκε αρχικά ως δάσκαλος της ελληνικής γλώσσας και στη συνέχεια διετέλεσε διερμηνέας στο γαλλικό υπουργείο… … Dictionary of Greek
πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… … Dictionary of Greek
Σιμωνίδης, Κωνσταντίνος — Πλαστογράφος χειρόγραφων (Σύμη 1820 Αλεξάνδρεια 1867). Σε πολύ νεαρή ηλικία, μετά τις μέτριες σπουδές του στο σχολείο της πατρίδας του, εκδηλώθηκε η επικίνδυνα τυχοδιωκτική του φύση με μια απόπειρα δολοφονίας των γονέων του για να τους… … Dictionary of Greek
κιβδηλία — η 1. ηιδιότητα του κίβδηλου, πλαστότητα, νοθεία: Πιάστηκε για κιβδηλία χαρτονομισμάτων. 2. δολιότητα του χαρακτήρα, ανειλικρίνεια: Η κιβδηλία του δεν έχει όρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)